κορδώνω

κορδώνω
(Μ κορδώνω και κορδώννω)
τεντώνω δυνατά, τραβώ κάτι πολύ
νεοελλ.
1. (ενεργ. και μέσ.) τεντώνω αγέρωχα το κορμί και υψώνω το κεφάλι, επαίρομαι, καμαρώνω
2. φρ. «τά κόρδωσε» — πέθανε
3. παροιμ. «γίδα ψόφια, νουρά κορδωμένη» — λέγεται για πτωχαλαζόνες που, ενώ δεν έχουν καμιά αξία, υπερηφανεύονται και καμαρώνουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρδα. Η αρχική οημ. «τεντώνω» εξελίχθηκε σε «επαίρομαι, καμαρώνω» από το τέντωμα τού κορμιού που χαρακτηρίζει τον υπερήφανο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορδώνω — κόρδωσα, κορδώθηκα, κορδωμένος 1. τεντώνω κάτι, τσιτώνω: Μην κορδώνεις πολύ το σκοινί, γιατί θα σπάσει. 2. το μέσ., κορδώνομαι υψώνω πολύ το κεφάλι, καμαρώνω, περηφανεύομαι: Περπατά κορδωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακόρδωτος — η, ο αυτός που δεν κορδώνεται, που δεν υπερηφανεύεται, ο μετριόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κορδωτός < κορδώνω] …   Dictionary of Greek

  • κορδοπατώ — 1. βαδίζω καμαρωτά, κορδωμένα, υπεροπτικά 2. περπατώ θυμωμένος 3. απειλώ, φοβερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρδα (με τη σημ. που εμφανίζει το παρ. ρ. κορδώνω*) + πατώ (πρβλ. κατα πατώ, ποδο πατώ)] …   Dictionary of Greek

  • κορδωτός — ή, ό [κορδώνω] 1. κορδωμένος, τεντωμένος 2. καμαρωτός. Επιρ. κορδωτά 1. με κορδωτό τρόπο, τεντωμένα 2. αγέρωχα, περήφανα …   Dictionary of Greek

  • κορδώνα — κορδώνα, ἡ (Μ) καμαρωτή, κορδωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού κορδώνω] …   Dictionary of Greek

  • κόρδωμα — το [κορδώνω] 1. τέντωμα, τσίτωμα, τεζάρισμα 2. υπερήφανο και αγέρωχο βάδισμα ή παράστημα, καμάρωμα, έπαρση, υπεροψία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”